Μελισσοκομικό λεξιλόγιο, και ορολογία
Όταν ξεκίνησα και διάβαζα για την μελισσοκομία διάβαζα,άκουγα λέξεις και μου φαινόταν λες και ακούγα κινεζικά. Με το καιρό άρχισα και καταλάβαινα τη σημασία της κάθε λέξεις.
Όποτε αποφάσισα να κάνω ένα ποστ και να γράψω μερικές λέξεις και τη σημαίνουν ώστε να βοηθήσω τους νέους μελισσοκομους.
Αερισμός: Οι είσοδοι αέρα στα καπάκια Αυστραλίας (νέες κυψέλες) καθώς και το διάφραγμα με την λεπτή σίτα που χρησιμοποιούταν πάνω από τις κυψέλες παλιού τύπου κατά τις μεταφορές.
Αη Γιαννιάτικο βάρεμα: Η πρώτη μη παραγωγική μελιτοέκκριση του εργάτη του πεύκου αρχίζει περίπου στα τέλη Ιουνίου.
Αλλεργικό Σοκ - Αναφυλαξία: Το αλλεργικό σοκ είναι συστηματική αναφυλακτική αντίδραση του οργανισμού μετά από έκθεση σε αντίστοιχο αλλεργιογόνο. Είναι επικίνδυνη για τον οργανισμό αφού αποτελεί πολυσυστηματική κατάσταση. Περισσότερα σε ανάρτηση Αλλεργικό σοκ και ο Μπλέζ Πασκάλ .
Αλόη Βέρα: Πιθανολογούμενο συμπλήρωμα διατροφής για μέλισσες που βοηθά στην ανάπτυξη και την υγιεινή τους.
Αμόλυμα: Ο αφεσμός.
Αμολυμάδια (Απολυμάδια): Τα μελίσσια που έχουν αναπτυχθεί και θα δώσουν παραγωγή (μελίσσι μεγαλύτερο από δεκάρι).
Ανεβάζω ορόφους: Βάζω πατώματα στα δυνατά μελίσσια έτσι ώστε να έχουν χώρο για μέλια και καθώς για να καταστέλλω την σμηνουργία.
Ανθοφορία ή πεύκο δίνει: Όταν υπάρχει μεγάλη νεκταροέκκριση στην συγκεκριμένη ανθοφορία (ή στο πεύκο).
Απι γκάρντ (api quard): Εγκεκριμένο φάρμακο για μέλισσες βασισμένο σε αιθέρια έλαια. .
Άπις μελιφέρα Apis Mellifera: Το Ευρωπαϊκό είδος μέλισσας.
Απίσταμ (apistam): Εγκεκριμένο φάρμακο για μέλισσες βασισμένο στο fluvalinate.
Απολεπίσματα: Το κερί που χρησιμοποιούν οι μέλισσες για να σφραγίζουν το μέλι μέσα στις κερήθρες, ποιοτικά το πιο αγνό κερί.
Αρρενοτόκο μελίσσι: Μελίσσι που λόγου ορφάνιας και αποτυχίας αντικατάστασης της βασίλισσας αναγκάζονται να γεννήσουν αγονιμοποίητές εργάτριες με αποτέλεσμα να γεννούν μόνο κηφήνες.
Αρμοστήρας: Συσκευή κολλήματος του φύλλου κεριού πάνω στο συρματωμένο πλαίσιο.
Ασκοσφαίρωση ή Κιμωλίαση ή Ασβεστώδης γόνος: Ασθένεια του γόνου των μελισσών.
Ατάμι Adami: Φυλή μέλισσας
Αφεσμός: Το σύνολο των μελισσών και της παλιάς βασίλισσας από την κυψέλη που σμηνούργισε, συνώνυμα σμάρι, σμήνος και πουλί.
Βαλανίδι: Το αρχικό στάδιο του βασιλικού κελιού καθώς ακόμα το χτίζουν.
Βαμβακιάδα: Το κουκούλι που κάνει ο εργάτης των πεύκων όταν έχει κάνει έκδυση για να προστατευτεί για μερικές ημέρες, αποτελεί σημάδι για την ύπαρξη του εργάτη στο δέντρο.
Βάμμα Πρόπολης: Διάλειμμα οινοπνεύματος και πρόπολης με θεραπευτικές ιδιότητες.
Βανίλια: Στερεή τροφή για μέλισσες (επεξεργασμένη με θέρμανση και ψύξη) που αποτελείται από νερό και ζάχαρη, το γνωστό υποβρύχιο και φοντάν.
Βανιλιέρα: Μηχάνημα για παρασκευή βανίλιας βασίζεται στην ταυτόχρονή θέρμανση και ψύξη του μείγματος νερού ζάχαρης στα αγγλικά fondant machine.
Βαρρόα: Παράσιτο του πληθυσμού και του γόνου των μελισσών.
Βασιλικά κελιά: Τα υπερμεγέθη κελιά που προορίζονται για γόνους που θα εκκολαφθούν σε βασίλισσες.
Βασιλικό διάφραγμα: Διάφραγμα που επιτρέπει την διέλευση εργατριών ανάμεσα του αλλά όχι της βασίλισσας (και των κηφήνων) με σκοπό την αύξηση της παραγωγής μελιού ή την συνένωση δύο μελισσιών χωρίς ταυτόχρονη θανάτωση μιας από τις δύο βασίλισσες.
Βασιλικός πολτός: Η τροφή της βασίλισσας που την διαφοροποιεί από τις άλλες κάστες του μελισσιού, αποτελεί φυσικό αναβολικό.
Βασίλισσα: Το Θηλυκό έντομο του είδους Apis Mellifera που έχει πλήρες αναπαραγωγικό σύστημα λόγο της διατροφής του μόνο με βασιλικό πολτό, χωρίζεται σε γονιμοποιημένη και αγονιμοποίητη.
Βασιλοτροφία: Οι διαδικασίες, τεχνικές, και μέσα για την δημιουργία βασιλισσών είτε για παραγωγή βασιλικού πολτού είτε για παραγωγή βασιλισσών για εμπορία ή ίδια χρήση.
Γαλακτικό
οξύ ( C3H6O3 ):
Φυσικός (βιολογικός) τρόπος θεραπείας της Βαρρόα (καταπολέμηση με οξέα).
Γαλάκτωμα: Προνύμφες.
Γεμίζω (ει) με πουλιά το βουνό: Έχω (έχει) αφήσει πολλούς αφεσμούς να μου (του) ξεφύγουν.
Γένι ή γενειάδα: Συγκέντρωση ενός μεγάλου πλήθους μελισσών μπροστά από την είσοδο της κυψέλης τους ζεστούς μήνες για να κατεβάσουν την θερμοκρασία μέσα στην κυψέλη (δεν πρέπει να συγχέεται με την σμηνουργία).
Γκορτσία: Η αγριαχλαδιά (αγριαπιδιά).
Γόνατο: Το μάνταλο που κλείνει την είσοδο της κυψέλης.
Γόνεμα: Η κατάσταση στην οποία το μελίσσι έχει γόνο και πληθυσμό.
Γόνο: Ο αφεσμός στην Λευκάδα.
Γόνος: Οι προνύμφες των μελισσών (το στάδιο ανάμεσα στα αυγά και το ώριμο έντομο), χωρίζεται σε ακάλυπτο και καλυμμένο.
Γυρεοπαγίδα: Συσκευή που τοποθετείται στην είσοδο της κυψέλης με σκοπό την συλλογή γύρης.
Γυρεοπαραγωγή: Το σύνολο της παραγωγής γύρης που παράγει η νομή (ανθοφορίες, γυρεοπαραγωγικά φυτά) μιας περιοχής.
Γυρεοπίτα: Στερεή τροφή για μέλισσες (επεξεργασμένη χωρίς θέρμανση) που αποτελείται από νερό, άχνη ζάχαρη, μέλι και γύρη.
Γύρη: Τα αρσενικά αναπαραγωγικά κύτταρα των φυτών (γυρεόκοκκοι) των Σπερματόφυτων. Η πηγή πρωτεΐνων στην διατροφή των μελισσών και του γόνου τους. Φυσικό αναβολικό για τον άνθρωπο.
Δείκτες: Κυψέλες μέσης δυναμικότητας που τοποθετεί ο μελισσοκόμος σε ένα μέρος που ενδιαφέρεται για μελλοντική τοποθέτηση του μελισσοκομείου του για να δει εάν η περιοχή είναι εκείνη την στιγμή παραγωγική από άποψη νεκταροέκκρισης και γυρεοπαραγωγής.
Δεκαράκι: Κυψέλη (γονοφωλιά) που έχει δεκαρίσει σε πλαίσια και πληθυσμό.
Δίνω χώρο στα μελίσσια: Βάζω χτισμένα ή άχτιστα πλαίσια στις κυψέλες ή ορόφους σε περιόδους έντονης νεκταροέκκρισης την άνοιξη ή αρχές καλοκαιριού έτσι ώστε να αναπτυχθούν απρόσκοπτα τα μελίσσια όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες. Σε περίπτωση που δεν δώσουμε εγκαίρως πλαίσια ή όροφο στην κυψέλη οι πιθανότητες εκδήλωσης σμηνουργίας αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Διπλός εμβολιασμός: Μέθοδος αύξησης της ποσότητας τροφής της βασίλισσας έτσι ώστε να αναπτυχθεί περισσότερο και καλύτερα.
Δουλεύει ο εργάτης: Όταν υπάρχει έντονη δραστηριότητα του εργάτη (Marchalina hellenica) των πεύκων (στο να απομυζεί σάκχαρα και χυμούς από τα πεύκα και να αποβάλει το πλεόνασμα με την μορφή μελιτώματος το οποίο το παίρνουν οι μέλισσες για να κάνουν το πευκόμελο).
Εικοσάρι: Κυψέλη που έχει προστεθεί και πάτωμα και έχει 20 πλαίσια και ανάλογο πληθυσμό.
Έκοψαν την μάνα (βασίλισσα): Οι εργάτριες θανάτωσαν την βασίλισσα είτε γιατί είχε κάποιο ελάττωμα σωματικό (κομμένο πόδι, φτερό), είτε δεν γεννούσε, είτε έχασε την οσμή της (ή μπορεί να έγινε από τις εργάτριες αλλού μελισσιού που του κάναμε συνένωση και δεν πέτυχε).
Έκοψε η βασίλισσα (την γέννα): Σταμάτησε να γεννά η βασίλισσα (συνήθως λόγου πτώσης της νεκταροέκκρισης.
Εμβολιαστήρι: Εργαλείο βασιλοτροφίας για την εισαγωγή της λάρβας μέσα στα βασιλικά κελιά.
Εργάτης Marchalina hellenica: Έντομο που απομυζεί σάκχαρα και χυμούς από τα πεύκα και αποβάλει το πλεόνασμα με την μορφή μελιτώματος το οποίο το παίρνουν οι μέλισσες για να κάνουν το πευκόμελο.
Επιθεώρηση: Η διαδικασία που εκτελεί ο μελισσοκόμος για να διαπιστώσει την κατάσταση ενός μελισσιού μέσα στην κυψέλη από άποψη γόνων, αποθεμάτων τροφών, πληθυσμού, και ασθενειών.
Εργάτρια Μέλισσα: Το Θηλυκό έντομο του είδους Apis Mellifera που έχει τραφεί με βασιλικό πολτό γύρη και μέλι για αυτό και δεν έχει πλήρες αναπαραγωγικό σύστημα, είναι μονάχα αγονιμοποίητη.
Ζυμωτήρι: Η εισοχή στο εσωτερικό καπάκι στις παλιού τύπου κυψέλες, λέγεται έτσι γιατί όταν βάζεις την στερεά τροφή την πιέζει στα πλαίσια σαν να την ζυμώνει. Έχει ταυτιστεί η λέξη ζυμωτήρι με το εσωτερικό καπάκι.
Ζυμωτήριο: Μηχάνημα για το ζύμωμα στερεών τροφών (ζαχαροζύμαρο, γυρεόπιτα, υποκατάστατο).
Ζαχαροζύμαρο ή ζυμωτή: Στερεή τροφή για μέλισσες (επεξεργασμένη χωρίς θέρμανση) που αποτελείται από νερό, άχνη ζάχαρη, και μέλι ή σιρόπι .
Η μάνα κεντάει: Η βασίλισσα έχει μεγάλη ικανότητα στην γέννα (και ταυτόχρονα βρίσκει το μελίσσι) με αποτέλεσμα να υπάρχουν ολόκληρα πλαίσια με γόνο μόνο.
Θείο ή Θειάφι (S) : Φυσικός (βιολογικός) τρόπος αντιμετώπισης του κηρόσκορου στα πλαίσια.
Θυμόλη
(C10H14O): Φυσικός
(βιολογικός) τρόπος θεραπείας της Βαρρόα και της Νοζεμίασης (οργανική ένωση αιθέριων έλαιων –κυρίως
θυμάρι και ρήγανη-).
Ιμβερτοποιημένα σάκχαρα: Η διάσπαση (υδρόλυση) της σουκρόζης ( σακχαρόζης)-δισακχαρίτης, συστατικό της ζάχαρης, σε μονοσακχαρίτες φρουκτόζη(δεξτρόζη) και γλυκόζη. Η διαδικασία αυτή μας δίνει πιο γλυκά σάκχαρα (1,3 φορές), υγρά, και λιγότερο επιρρεπή στην κρυστάλλωση από τα απλά σάκχαρα. Η μετατροπή τους γίνεται με θέρμανση ή και με την παρουσία καταλυτών (κιτρικό οξύ).
Ίσκα: Μανιτάρι που μεγαλώνει στους κορμούς των δέντρων και όταν καίγεται στο καπνιστήρι μπορούν οι καπνοί του να ηρεμούν τις μέλισσες.
Ισογλυκόζη: Προιόν ενζυματικής διάσπασης του αλεύρου του καλαμποκιού, καλή τροφή για μέλισσες, αν υπερθερμανθεί ανεβάζει πολύ την HMF (Τοξική για τις μέλισσες).
Καβαλίνες: Καύσιμη ύλη που χρησιμοποιούν κυρίως παλιοί μελισσοκόμοι και που προέρχεται από τα περιττώματα φυτοφάγων ζώων (άλογα, αγελάδες), η ύπαρξη μεγάλου ποσοστού φυτικών ινών μέσα τους έχει τη ικανότητα να κρατά το καπνιστήρι αναμμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Καπνιστήρι: Ο καλύτερος φίλος του Μελισσοκόμου, το βασικότερο εργαλείο του μελισσοκόμου, χρήση του είναι να ηρεμεί τις μέλισσες για να κάνει τους μελισσοκομικούς του χειρισμούς.
Καραμέλα: Στερεή τροφή για μέλισσες παρασκευάζεται με νερό και ζάχαρη σε έντονη θέρμανση μπορεί να έχει υψηλό HMF.
Κάρνικα Carnica: Φυλή μελισσών.
Καυκάσια Caucasia: Φυλή μελισσών.
Καταψύκτης: Μηχάνημα για την προστασία των κηρηθρών από τον κηρόσκορο.
Κάψιμο ανθοφοριών: Παύση νεκταροέκκρισεων από ευαίσθητες ανθοφορίες σε νότιους ανέμους (πχ παλιούρι, θυμάρι κ.α.).
Καψούλίσμα: Το πέρασμα καψουλίων στα πλαίσια.
Κεκρόπια Cecropia: Φυλή μελισσών.
Κεραλοιφή: Κρέμα (αλοιφή) που γίνεται με λάδι (ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο, σπαθόλαδο κ.α.), κερί από απολεπίσματα, και αιθέρια έλαια, το γνωστό φτιασίδι.
Κερόπανο: Ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος (Συνήθως Ντένιμ τζιν) που χρησιμοποιείται τον χειμώνα για να κρατιέται ζεστή η κυψέλη και το μελίσσι.
Κηροτήκτης ηλιακός ή ατμού ή ηλεκτρικός: Μηχάνημα για την τήξη του κεριού (από απολεπίσματα ή παλιές "Μαύρες" κηρήθρες).
Κηφήνας: Το αρσενικό έντομο του είδους Apis Mellifera.
Κηφηνοκερήθρα: Κερήθρα με μεγαλύτερα κελιά από τις συνηθισμένες έτσι ώστε να χτίσουν σε αυτές οι μέλισσες κηφηνοκελιά, χρήση της η καταπολέμηση της Βαρρόα και η αποθήκευση μεγαλύτερης ποσότητας μελιού.
Κλειδιά: Οι συνδετήρες ανάμεσα στο καπάκι τα πατώματα και την γονοφωλιά.
Κόβω παραφυάδες: Η διαδικασία χωρίσματος (και αναπαραγωγής) του μελισσιού από τον μελισσοκόμο.
Κόκκινο σκαθάρι: Παρασιτικό έντομο στους φοίνικες, που λόγου της καταστροφής που προκαλεί και για να αντιμετωπισθεί η εξάπλωση του οδηγεί τις τοπικές δημοτικές αρχές (κυρίως Αττική αλλά πλέον και σε άλλες περιοχές) σε εκτεταμένους ψεκασμούς με καταστροφικές συνέπειες για τα γύρω μελίσσια.
Κουτιά: Οι κυψέλες και πιο συγκεκριμένα οι κυψέλες που δεν έχουν ακόμα περαστεί κλειδιά.
Κοφίνι μελισσιών: Παραδοσιακή κυψέλη του Ελλαδικού χώρου, κατασκευασμένο από λυγαριά καλάμια και βουνιές αγελάδας, δεν χρησιμοποιείται πλέον. Αλλιώς και κουβέλι.
Κόψιμο ανθοφοριών: Παύση νεκταροέκκρισεων από ευαίσθητες ανθοφορίες σε υγρασία, κρύο (αμυγδαλιές, Ροδακινιές, κ.α.).
Κρυστάλλωση (ζαχάρωμα) του μελιού: Φυσική διαδικασία δημιουργίας κρυστάλλων μέσα στο μέλι διαφέρει ανάλογα με το είδος του μελιού (γρηγορότερα σε ανθόμελα, πολύ πιο αργά στα μέλια μελιτωμάτων).
Κυψέλη με καπάκι τύπου Αυστραλίας: Η εκδοχή της κηψέλης που έχει επικρατήσει στον Ελλαδικό χώρο, απλή χωρίς εσωτερικά εξωτερικά καπάκια και τον αερισμό στο καπάκι της.
Κυψέλη παλιού τύπου: Η κυψέλη που κυριαρχούσε πριν την πλήρη επικράτηση της κυψέλης με καπάκι τύπου Αυστραλίας, πιο περίπλοκη με εσωτερικό εξωτερικό καπάκι και ξεχωριστό αερισμό, καλύτερη για μακρινές μετακινήσεις, και ταχύτερη ανάπτυξη.
Κυψέλη Χαλκιδικής: Η κυψέλη της οποίας η είσοδος εκτείνεται σε όλο το πλάτος της εμπρόσθιας πλευράς της..
Κυψελίδια σύζευξης: Μικρές κυψέλες (όχι απαραίτητα πενταράκι ή τρικυψελίδια) με σκοπό την βασιλοτροφία.
Λαντούρα: Το μέλι ημέρας που δεν έχει ωριμάσει, με το τίναγμα των πλαισίων και ανάλογα με το πόσο πέφτει καταλαβαίνουμε αν δίνει ή όχι εκείνο το μέρος την συγκεκριμένη ημέρα.
Λεηλασία: Φαινόμενο κατά το οποίο έχουμε μαζική λεηλασία των μελισσιών ανάμεσα τους με τεράστιες απώλειες σε μέλισσες και η οποία οφείλεται συνήθως σε λάθος χειρισμούς των μελισσοκόμων και στην ταυτόχρονη έλλειψή τροφής από έξω.
Λιγκουίστικα Liguistica: Φυλή μελισσών.
Μακεντόνικα Macedonica: Φυλή μελισσών (Μακεδονική).
Μαλάθιο: Μη εγκεκριμένο φάρμακο για τις μέλισσες.
Μάνα: Η γονιμοποιημένη βασίλισσα του μελισσιού.
Μαναστάσι: Το κλειστό βασιλικό κελί.
Μάρτυρες: Παλιές κυψέλες ή νέες, με μελίσσι μέσα ή όχι που βάζουν οι μελισσοκόμοι στα μέρη που που έχουν επιλέξει και ενδιαφέρονται για τοποθέτηση των μελισσιών τους (μελλοντική) για να δείξουν στους άλλους μελισσοκόμους ότι εκεί θα κάνουν τοποθέτηση του μελισσοκομείου τους. Πηγή μόνιμων προστριβών και εντάσεων.
Μάσκα: Συνήθως το μελισσοκομικό μπουφάν ή απλώς το καπέλο με το τούλι.
Μαύρες κηρύθρες: Οι παλιές κυρύθρες που λόγου των πολλών διαδοχικών γεννήσεων σε αυτές πήραν μαύρο χρώμα (δεδομένου ότι σε κάθε εκκόλαψη γόνου σε κάθε κελί αφήνει πίσω του υπολείμματα).
Μαυρικ (mauric): Μη εγκεκριμένο φάρμακο για τις μέλισσες βασισμένο στο fluvalinate.
Μαχαίρι απολεπισμού: Μαχαίρι ηλεκτρικό, ατμού, ή απλώς θερμαινόμενο σε κατσαρόλα με χρήση στον απολεπισμό των πλαισίων.
Μέθοδος Jenter: Μέθοδος Βασιλοτροφίας βλέπετε επίσης μέθοδος Αριστέας, μέθοδος Ezi –Queen κ.α.
Μέθοδος βεντάλιας: Μέθοδος χωρίσματος παραφυάδων, βλέπετε επίσης μέθοδος Μίλερ, μέθοδος Σομερφοντ, μέθοδος Ντεμαρί κ.α.
Μέλι: Το φυσικό προϊόν που παράγουν οι μέλισσες του είδους Apis Mellifera συλλέγοντας νέκταρ , φυτικούς χυμούς και εκκρίσεις εντόμων από ζωντανά μέρη του φυτού (μελίτωμα), με την μετατροπή (συμπύκνωση-μείωση της υγρασίας από 60-65% στο 14-17%- και την προσθήκη ενζύμων-για διάσπαση του αμύλου και των άλλων ουσιών καθώς και προσθήκη ενζύμων όπως διαστάση και ιμβετάση καθώς και προσθήκη οργανικών οξέων-) και αποθήκευση στις κηρήθρες τους μέχρι να ωριμάσουν.
Μελικούνι: Γλύκισμα που γίνεται με σουσάμι καρπούς και μέλι και σερβίρεται στους γάμους στην Ρόδο.
Μέλι μαϊμού ή Ντεμέκ μέλι: Μέλι (ή κάτι σαν μέλι) απροσδιόριστης ποιότητας, προέλευσης, και σύστασης, συνήθως εισαγωγής που έχει «ελληνοποιηθεί» με διάφορα μέσα.
Μελισσοδέμα: Ένα τεχνητό σμήνος με μέλισσες και βασίλισσα μέσα για πώληση, σε αντίθεση με την πώληση παραφυάδων και μελισσιών (ύπαρξη και πλαισίων και γόνου στα δεύτερα και όχι μόνο πληθυσμού).
Μελισσοκομία νομαδική: Η άσκηση της δραστηριότητας της μελισσοκομίας με μετακινήσεις στις διάφορες ανθοφορίες (νομές).
Μελισσοκομία στατική: Η άσκηση της δραστηριότητας της μελισσοκομίας χωρίς μετακινήσεις στις διάφορες ανθοφορίες (νομές) αλλά με μόνιμη εγκατάσταση σε μία τοποθεσία.
Μελισσοκομική πιρούνα: Εργαλείο για την απολέπιση πλαισίων.
Μελισσοκομικό βιβλιάριο: Η ταυτότητα και το επίσημο έγγραφό κατοχής μελισσιών του κάθε μελισσοκόμου όσο αφορά τις σχέσεις του με τις δημόσιες υπηρεσίες.
Μελισσοκομικό φορτηγό: Κατηγορία αδειών φορτηγών με μειωμένα τέλη κυκλοφορίας (και όχι μόνο) που χορηγείται σε μελισσοκόμους που έχουν κάποιες προϋποθέσεις (κατοχής μελισσιών και κατοχής μελισσοκομικού βιβλιαρίου).
Μελισσοκομικός πυρετός: Ψυχολογική κατάσταση των νέων μελισσοκόμων (και όχι μόνο!) κατά την οποία παθιάζονται με την μελισσοκομία σε βαθμό ψύχωσης, ζούνε για αυτήν, αναπνέουν για αυτήν, σκέφτονται μόνο αυτήν.
Μελισσοκομικοί χειρισμοί: Μέθοδοι, τεχνικές, στρατηγικές και μέσα για την επίτευξη στόχων και χειραγώγησης των μελισσών για την επίτευξη των παραπάνω στόχων.
Μελισσοκόμος: Ο ψυχικά ασθενής που ασχολείται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με την δραστηριότητα της μελισσοκομίας.
Μελισσοκόμος μαϊμού ή Ντεμέκ μελισσοκόμος: Μελισσοκόμος κατά το όνομα και μόνο που έχει κωδικό παραγωγού χωρίς να έχει στην πραγματικότητα δικά του μελίσσια και απλώς εισάγει Ντεμέκ ή μαϊμού μέλι και το περνά για δικό του.
Μελισσόσφαιρα: Η φυσική τοποθέτηση των μελισσών σε πυκνούς σφαιρικούς σχηματισμούς μέσα στην κυψέλη για να αντιμετωπίσουν το εξωτερικό κρύο με την θερμοκρασία των σωμάτων τους.
Μελισσοχωρητικότητα: Είναι ο αριθμός των κυψελών που μπορεί να συντηρήσει μία περιοχή.
Μελισσοφάγος: Πτηνό της οικογένειας Μεροπίδες (Meropidae). Χαρακτηρίζονται από πολύχρωμα φτερά, μακρύ και στενό κορμί και συνήθως μακριά φτερά στην ουρά. Κοινωνικό πτηνό που σχηματίζει μεγάλα σμήνη. Τρομερός θηρευτής εντόμων και μελισσών.
Μελισσοψωμί: Η πακτωμένη στα κελιά γύρη που περιέχει και ένζυμα των μελισσών και χρησιμοποιείται για την τροφή τους, στην Κίνα συνηθίζεται να πωλείται και ως ξεχωριστό προϊόν της κυψέλης.
Μελιτοεξαγωγέας: Μηχάνημα για την εξαγωγή του μελιού από τις κηρήθρες.
Μελιτωγόνα έντομα: Έντομα που ζούνε με τους χυμούς φυτών (παρασιτούν), τους οποίους ενώ τους έχουν απορροφήσει αποβάλουν ένα μέρος από αυτούς (πολλές φορές εμπλουτισμένα με θρεπτικά στοιχεία από αυτά) με την μορφή μελιτώδων εκκρίσεων τις οποίες τις λαμβάνουν οι μέλισσες (και όχι μόνο) για να παράξουν μέλι μελιτώματος.
Μελιτώματα: Σακχαρώδεις εκκρίσεις από έντομα που παρασιτούν σε δέντρα ή φυτά (έλατο, πεύκο, καλαμπόκι, βαμβάκι κ.α.) ή μυκητών (βελανίδι) και τα συλλέγουν οι μέλισσες για να βγάλουν μέλια μελιτωμάτων.
Μελούρα: Τα μελιτωματα που βγαίνουν από τα φύλλα ορισμένων δέντρων (αμυγδαλιές, γκορτσιές, λεύκες, πλατάνια όλα αυτά είναι φυσικά σπάνια) και κυριότερα στο βελανίδι.
Μετάγγιση: Η αλλαγή κυψέλης στο μελίσσι με την μεταφορά των πλαισίων και του μελισσιού από την μια στην άλλη, συνήθως από παραφυάδες, αλλά και σε πλήρη μελίσσια (για απολύμανση κυψέλης).
Μετάγγιση Απλή και Διπλή: Μέθοδος καταπολέμησης της Αμερικανικής Σηψιγονίας.
Μικρό σκαθάρι της κυψέλης (Small Hive Beatle - Aethina Tumida):Μικρό έντομο, εχθρός των μελισσιών (τρέφεται με γύρη, μέλι, κερί, και γόνο) έχει εξαπλωθεί σε πολλές χώρες και ηπείρους αλλά στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα αναφερθεί εμφάνιση του (παρόλο τον πανικό που προσπαθούν κάποιοι να δημιουργήσουν σχετικά με αυτό).
Μηχανικοί τρόποι καταπολέμησης Βαρρόα: Η χρήση κηφηνοκερήθρας και άχνης ζάχαρης για καταπολέμηση χωρίς φάρμακα (φυσικά ή μη) της Βαρρόα.
Μουντοβίνα: Τσίπουρο από μέλι.
Μπαμπρογόνος: Ο γόνος του κηφήνα.
Μπάκφαστ Buckfast: φυλή μελισσών.
Μπανάνα: Φρούτο, επίσης πιθανολογούμενη θεραπεία της ασκοσφαίρωσης.
Μπάρμπαρολ (Barbarol): Εγκεκριμένο φάρμακο για μέλισσες βασισμένο στο flumethrin.
Μπεν Μαρι: Τρόπος και μηχάνημα αποκρυστάλλωσης μελιού (ζέσταμα των δοχείων μελιού μέσα σε ζεστό νερό).
Μπόλιασμα: Η εισαγωγή λάρβας στα βασιλικά κελιά από τον μελισσοκόμο για παραγωγή βασιλικού πολτού ή την εκκόλαψη βασίλισσας.
Μύγα: Η μικρή σε μέγεθος και ηλικία μέλισσα που έχει κυρίως καθήκοντα καθαριότητας και τροφού μέσα στο μελίσσι.
Μυρμηκικό οξύ (CH2O2):
Φυσικός (βιολογικός) τρόπος θεραπείας της Βαρρόα (καταπολέμηση με οξέα).
Νεκταροέκκριση: Το σύνολο της παραγωγής νέκταρ ή μελιτώματος που παράγει η νομή (ανθοφορίες, μελιτωεκκρίσεις) μιας περιοχής.
Νικοτινοειδή: Κατηγορία εντομοκτόνων που βασίζονται στην νικοτίνη και αποτελούν τρομερό κίνδυνο για την επιβίωση των μελισσών.
Νοζεμίαση: Ασθένεια του πληθυσμού των μελισσών.
Ξαλάφρωμα: Θεραπείες που κάνουμε (θυμόλη, οξέα, ταινίες, εγκεκριμένα ή μη φάρμακα) για να περιορίσουμε την προσβολή από την βαρρόα γιατί θα μεσολαβήσει τρύγος ή δεν έχει ξεγονεύσει το μελίσσι και δεν μπορούμε να κάνουμε την κύρια θεραπεία στο μελίσσι.
Ξασπρίσματα: Νέο χτισμένο κερί στα πλαίσια δείγμα ότι «βρίσκει» το μελίσσι .
Ξεγόνεμα: Η κατάσταση στην οποία το μελίσσι δεν έχει πλέον γόνο αλλά μόνο πληθυσμό.
Ξεμέλιμα: Η διαδικασία κατά την οποία αφαιρούμε το μέλι μέσα από τα πλαίσια που έχουμε τρυγήσει συνήθως με την βοήθεια ενός μελιτοεξαγωγέα.
Ξεμελιάσματα: Τα απολεπίσματα.
Ξέστρο: Ένα από τα βασικότερα εργαλεία του μελισσοκόμου για την εργασία του μέσα στην κυψέλη.
Ξεχειμώνιασμα: Η τοποθέτηση και ενέργειες (του μελισσοκόμου στα μελίσσια) των μελισσιών έτσι ώστε να μπορέσουν να βγάλουν την περίοδο του χειμώνα με τις μικρότερες ενεργειακές ανάγκες και απώλειες.
Οι μέλισσες βρίσκουν: Όταν οι συλλέκτριες μέλισσες βρίσκουν επαρκή νεκταροέκκριση από τις ανθοφορίες .
Οι μέλισσες κόβουν την μάνα: Οι εργάτριες θανατώνουν την βασίλισσα γιατί είτε δεν είναι αποδοτική στην γέννα, είτε γιατί δεν είναι αρτιμελής, είτε γιατί δεν έχει γονιμοποιηθεί.
Οι μέλισσες ραμφίζουν ή τα μελίσσια κεραφίζουν: Οι μέλισσες φέρνουν γύρη.
Οξαλικό Οξύ (C2H2O4 (άνυδρο),
C2H2O4·2Η2Ο (ένυδρο)): Φυσικός (βιολογικός) τρόπος
θεραπείας της Βαρρόα (καταπολέμηση με οξέα).
Ορφανό μελίσσι: Η Κατάσταση κατά την οποία το μελίσσι δεν έχει βασίλισσα (αλλά μπορεί να έχει βασιλικά κελιά) και δεν έχει μετατραπεί ακόμα σε αρρενοτόκο.
Οχτάρα: Κυψέλη οχτώ πλαισίων για ταχύτερη ανάπτυξη του μελισσιού.
Παγίδα Αφεσμών: Μια μέθοδος παγίδευσης αφεσμών με την χρήση κυψελών (η και κουτιών), πλαισίων χτισμένων ή άχτιστων, και σπρέι αφεσμών, ή μανταλάκια προσέλκυσης αφεσμών.
Πάγκος απολεπισμού: Κατασκευή για τον απολεπισμό των πλαισίων με μέλι, επίσης και μηχάνημα για τον μηχανικό τρόπο απολεπισμού.
Παρακτίσματα: Οι γλώσσες κεριού που χτίζουν οι μέλισσες δίπλα στα πλαίσια (ή πάνω στο καπάκι) όταν οι συνθήκες νεκταροέκκρισης είναι κατάλληλες και ο χώρος στην κυψέλη λίγος για την δυναμικότητα του μελισσιού.
Παράλλαξη: Η τακτική της διαφοροποίησης των κυψελών έτσι ώστε να μην μπερδεύονται οι μέλισσες και πάνε σε λάθος κυψέλες.
Παραφυάδα: Τμήμα του αρχικού μελισσιού με τροφές, πληθυσμό, γόνο και βασίλισσα ή βασιλικά κελιά. Ο τρόπος που αναπαράγει ο μελισσοκόμος το μελίσσι σε αντίθεση με τον φυσικό τρόπο της σμηνουργίας.
Παραφινάρισμα: Η διαδικασία στεγανοποίησης και αδιαβροχοποίησης της κυψέλης με εμβάπτιση της κυψέλης σε καυτή παραφίνη (βρώσιμη).
Παστέλι: Γλύκισμα που γίνεται με σουσάμι καρπούς και μέλι.
Πατέντες: Ευρεσιτεχνίες και ιδιοκατασκευές των μελισσοκόμων με σκοπό την βοήθεια τους με την ενασχόληση τους με την μελισσοκομία, τομέας που διακρίνονται ιδιαίτερα οι μελισσοκόμοι αν και συνήθως δεν διασφαλίζουν πνευματικά δικαιώματα για αυτές τις εφευρέσεις τους.
Πατούν οι μέλισσες τα πλαίσια: Όταν η επιφάνεια ενός πλαισίου (πλαισίων) καλύπτονται από μέλισσες, κριτήριο για το πόσα πλαίσια θα πρέπει να υπάρχουν στην κυψέλη καθώς και κρίσιμο κριτήριο για την επιβίωση του γόνου στην επικίνδυνη περίοδο από τα τέλη του χειμώνα ως τα μέσα της άνοιξης.
Παχιά μελίσσια: Αποδυναμωμένα μελίσσια που ωστόσο πιάνουν πολύ χώρο στην κυψέλη παρόλο όταν κοιτάς από ψιλά και δίνουν την εντύπωση ότι έχουν πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από ότι έχουν στην πραγματικότητα. Συνήθως παρατηρείται το φαινόμενο στο δεύτερο χέρι του πεύκου πριν από τον τρύγο γιατί οι μέλισσες πατούν στα πλαίσια με το μέλι και δίνουν λανθασμένη εικόνα για το μέγεθος τους.
Πείνα του μελισσιού: Έλλειψη τροφής του μελισσιού (και δεν βρίσκει το μελίσσι και έχουν εξαντληθεί τα αποθέματα), συνοδεύεται με σταμάτημα της γέννας της βασίλισσας και κατανάλωση του ανοιχτού γόνου από τις μέλισσες για να βρούνε τις απαραίτητες πρωτεΐνες για την επιβίωση τους.
Πενταράκι: Κυψέλη με πέντε πλαίσια με χρήση κυρίως για βασιλοτροφία, παραφυάδες, και ξεχειμωνίασματα.
Περιζίν (Perizin): Εγκεκριμένο φάρμακο για μέλισσες βασισμένο στο coumaphos.
Πεύκο παρδαλό: Όταν δεν υπάρχει συγχρονισμός στις φάσεις έκδυσης σε όλο το σύνολο των εργατών (δεν μπαίνουν ταυτόχρονα όλα στην ίδια φάση παύσης ή όχι της μελιτοέκκρισης με αποτέλεσμα το πεύκο να φαίνεται ότι δίνει ή δεν δίνει).
Πεύκο πρώτο ή δεύτερο βάρεμα: Η πρώτη παραγωγική περίοδος ή η δεύτερη παραγωγική περίοδος μελιτοέκκρισης από τον εργάτη (ανάμεσα στις διάφορες φάσεις έκδυσης που είναι νεκρές περίοδοι μελιτοέκκρισης ).
Πικρά μελίσσια: Μελίσσια τα οποία τα είχαμε κάνει τοποθέτηση σε πικρές ανθοφορίες και γυρεοπαραγωγές (Καστανιές, Σουσούρες-Φθινοπωρινό ρείκι, Κουμαριές, Ακονίζες κ.α.). Αυτά τα μελίσσια έχουν μεγάλη πιθανότητα να πετύχουν στα πεύκα σε αντίθεση με τα μελίσσια που θα πάνε σε άλλες ανθοφορίες (Βαμβάκια, Ηλιόσπορος, Ρίγανη κ.α.).
Πούσι: Οι πευκοβελόνες ως καύσιμη ύλη για το καπνιστήρι (και όχι οτιδήποτε άλλο φανταστήκατε χα χα χα).
Πρόπολη: Κολλώδης ουσία αποτελούμενη από ρητίνες φυτών κεριού γύρης και ενζύμων των μελισσών με χρήση της από αυτές της στεγανοποίησης και απολύμανσης της κυψέλης.
Πυρένια: Φθινοπωρινό Ρείκι.
Πυροσφράγισμα: Το μαρκάρισμα των κυψελών με καυτό μέταλλο για την εντύπωση επάνω τους του κωδικού μελισσοκόμου του ιδιοκτήτη τους.
Ρακόμελο: Αλκοολούχο ποτό με μίξη τσίπουρου ή ρακής με μέλι και μπαχαρικά.
Ραντίσματα ψεκασμοί: Η δηλητηρίαση των μελισσών από απρόσεκτους ή ασυνείδητους αγρότες ή δημοτικές υπηρεσίες.
Ρίμα: Ο αφεσμός στην Λευκάδα.
Σεπέρι: Εδαφική ανύψωση ή εμπόδια (δέντρα, τοίχοι, κ.α.) που προφυλάσσουν από τους βόρειους παγωμένους αγέρες .
Σερσένια: Οι τεράστιες σφήκες, ανάλογα τον τόπο μπορείτε να τα λέτε και διαφορετικά πχ Σκουρκοι ή και Μπούμπαρ χα χα χα.
Σημάδια: Παλιές κυψέλες ή νέες, με μελίσσι μέσα ή όχι που βάζουν οι μελισσοκόμοι στα μέρη που που έχουν επιλέξει και ενδιαφέρονται για τοποθέτηση των μελισσιών τους (μελλοντική) για να δείξουν στους άλλους μελισσοκόμους ότι εκεί θα κάνουν τοποθέτηση του μελισσοκομείου τους. Πηγή μόνιμων προστριβών και εντάσεων.
Σηψιγονία: Αμερικανική και Ευρωπαϊκή ασθένεια του γόνου των μελισσών.
Σιρόπι: Υγρή τροφή για μέλισσες που αποτελείται από νερό και ζάχαρη, σε διάφορες αναλογίες ανάλογα τον σκοπό της τροφοδότησης.
Σκόρδο: Φυσική μέθοδος καταπολέμησης της βαρρόα και πιθανολογούμενη του χρήση για την Νοζεμίαση.
Σκόρος: Ο κηρόσκορος που προσβάλει τα πλαίσια κεριού.
Σκούπα : Το φυτό Μαρούβιο το οποίο είναι άριστο μελισσοκομικό φυτό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως σκούπα.
Σμηνουργία: Ο φυσικός τρόπος αναπαραγωγής του μελισσιού με την φυγή της παλιάς βασίλισσας με ένα μέρος των μελισσών για να μείνει η νέα βασίλισσα με τις υπόλοιπες μέλισσες και τον γόνο.
Σουσούρα: Το φθινοπωρινό Ρείκι.
Σπαθόλαδο: Λάδι στο οποίο έχει μείνει μέσα του για 40 ημέρες σπαθόχορτο, γνωστό και ως βάλσαμο και σπαθόλαδο.
Στάμπα ή φύλο: Το τυπωμένο με εξάγωνα φύλλο κερήθρας που τοποθετείται πάνω στο συρματωμένο πλαίσιο για να το χτίσουν με κερί οι μέλισσες.
Στέρευσε (στέγνωσε) ο τόπος: Πλήρης παύση της νεκταροέκκρισης σε μια περιοχή λόγου ξηρασίας.
Στεφανώματα: Η τοποθέτηση στο πλαίσιο (περιμετρικά του γόνου) τροφής για τον γόνο (έξω μέλι ενδιάμεσα γύρη και στο κέντρο του πλαισίου γόνος).
Στολή: Η ολόσωμη μελισσοκομική στολή αν και μπορεί να αναφέρεται και στο μελισσοκομικό μπουφάν.
Συνένωση: Διαδικασία (μελισσοκομικός χειρισμός) με την οποία ενώνουμε 2 μελίσσια ή πλαίσια με γόνο από διαφορετικά μελίσσια με την χρήση (ή και όχι) αρωματικών ουσιών (άρωμα, τσίπουρο, ούζο).
Συρμάτωμα: Η διαδικασία περάσματος του σύρματος στα πλαίσια για να περαστεί το φύλλο κεριού επάνω του. Π
Σχοινάκι ή Κρασταβίτσα ή Μελικόμπι ή Γκατζοτό: Το φυτό Πολύκομπος.
Τακούνια: Τα πόδια των κυψελών, το σημείο επαφής των κυψελών με το έδαφος.
Τακ τικ (tak tik): Μη εγκεκριμένο φάρμακο για τις μέλισσες βασισμένο στο amitraz.
Τα μελίσσια αποθηκεύουν: Όταν η νεκταροέκκριση της ημέρας είναι τόση ώστε να καλύπτονται οι ημερήσιες ανάγκες για τροφή των μελισσιών και να μένει και για αποθέματα, το βλέπουμε αν τρέχει νέκταρ ημέρας από τα πλαίσια με το μέλι στο τίναγμα τους.
Τα μελίσσια έκατσαν: Τα μελίσσια σταματήσανε να αναπτύσσονται (λόγο παύσης της νεκταροέκκρισης ή λόγου συνεχόμενου κακού καιρού που τα έκλεισε μέσα στις κυψέλες).
Τα μελίσσια κώλοσαν: Τα μελίσσια σταματήσανε να αναπτύσσονται και έχουμε παύση γέννας της μάνας λόγου ξαφνικής παύσης νεκταροέκκρισης ή κακού καιρού που κλείνει τα μελίσσια μέσα στις κυψέλες.
Τα μελίσσια μπλόκαραν: Κατάσταση του μελισσιού κατά την οποία λόγου μεγάλης ποσότητας μελιού (και κυρίως μεγάλου ρυθμό νεκταροέκκρισης ή μελιτωματοέκκρισης) γεμίζουν με μέλι οι κερήθρες και δεν υπάρχει χώρος για να γεννήσει η βασίλισσα αυγά.
Τα μελίσσια τρέφονται: Όταν η νεκταροέκκριση της ημέρας είναι τόση ώστε να καλύπτονται οι ημερήσιες ανάγκες για τροφή των μελισσιών χωρίς να να μένει και για αποθέματα, το βλέπουμε αν τρέχει νέκταρ ημέρας από τα πλαίσια με τον ακάλυπτο γόνο στο τίναγμα τους και όχι από αλλού (αντίστοιχη έκφραση τα μελίσσια κάνουν ένα ταϊσμα και μόνο) .
Το μέλι πάγωσε: Το μέλι έχει κρυσταλλώσει.
Τον Μάρτη μετράμε τα μελίσσια: Έκφραση που δηλώνει μια μελισσοκομική πραγματικότητα, το ότι μεγάλο μέρος των απωλειών των μελισσιών κατά το ξεχειμώνιασμα τους παρατηρείται κατά τον μήνα Μάρτιο. Και αυτό γιατί τότε και τα αποθέματα από τροφές μέσα σε αυτά είναι μικρά (γιατί έχει μεσολαβήσει ολόκληρος ο χειμώνας) και η εξεύρεση τροφής από έξω είναι περιορισμένη και οι ανάγκες του μελισσιού είναι μεγάλες σε τροφή (γιατί τότε αρχίζει να γονεύει ξανά το μελίσσι με διαρκώς αυξημένους ρυθμούς). Σε περιπτώσεις παρατεταμένου χειμώνα και άστατου Μάρτη μπορεί να παρατηρηθεί τότε ο κύριος όγκος των απωλειών στο ξεχειμώνιασμα.
Τσαμόφυλλα ή Τζαμόφλα: Οι πευκοβελόνες όπως τις λένε στην Χαλκιδική -Κασσάνδρα- (οι οποίες και είναι μικρότερες από αυτές από τα πεύκα του Σοχού και τσιμπούν και λιγότερο χα χα χα).
Τελάρο: Πλαίσιο.
Τεραμυκίνη: Αντιβιοτικό φάρμακο που ανήκει στις τετρακυκλίνες και δρα βιοστατικά σε θετικούς και αρνητικούς κατά Gram μικροοργανισμούς.Δεν επιτρέπεται πλέον η χρήση της στις μέλισσες.
Τίναγμα της κυψέλης: Το τίναγμα των πλαισίων σε ένα αρρενοτόκο μελίσσι για να ξεφορτωθούμε τις αρρενοτόκες εργάτριες και το μοίρασμα των συλλεκτριών του αρρενοτόκου στις άλλες κυψέλες.
Τίναγμα των πλαισίων: Μέθοδος εξακρίβωσης εάν δίνει ένα μέρος την ημέρα της επιθεώρησης.
Το κλάμα (τραγούδι) της βασίλισσας: Χαρακτηριστικός ήχος που κάνει η βασίλισσα έτσι ώστε να ανταπαντήσουν οι άλλες βασίλισσες που είναι ακόμα μέσα σε βασιλικά κελιά με σκοπό να τις εντοπίσει και να τις σκοτώσει.
Το μελίσσι υποφέρει: Έλλειψη τροφής του μελισσιού (δεν βρίσκει το μελίσσι αλλά δεν έχουν εξαντληθεί όλα τα αποθέματα), συνοδεύεται με σταμάτημα της γέννας της βασίλισσας αλλά με ύπαρξη καλυμμένου καθώς και ακάλυπτου γόνου.
Τριβείο ζάχαρης: Μηχάνημα (μύλος) για την μετατροπή της κρυσταλλικής ζάχαρης σε άχνη ζάχαρη με σκοπό να την χρησιμοποιήσουμε στην παρασκευή στερεών τροφών για τις μέλισσες.
Τρικυψελίδιο: Κυψέλη χωρισμένη σε τρία τμήματα με σκοπό την βασιλοτροφία.
Τριώροφο: Κυψέλη που έχει προστεθεί και τρίτο πάτωμα και έχει πάνω από 20 πλαίσια και ανάλογο πληθυσμό.
Τροφοδότης: Συσκευή εσωτερική ή εξωτερική στην κυψέλη που έχει χρήση την τροφοδότηση του μελισσιού με σιρόπι.
Τρύγος: Η διαδικασία εξαγωγής από την κυψέλη των πλαισίων με μέλι για να ακολουθήσει η εξαγωγή του μελιού από αυτά.
Τσεκ μαιτ (chek mite): Εγκεκριμένο φάρμακο για μέλισσες βασισμένο στο coumaphos.
Τσίγγανα: Οι πευκοβελόνες στην Σιθωνία Χαλκιδικής.
Υδρόμελι: Κρασί από μέλι.
Υδροξυμεθυλοφουρφουραλη HMF: Οργανικό παράγωγο από την αφυδάτωση σακχάρων. Σε μεγάλες συγκεντρώσεις στις τροφές των μελισσών είναι τοξική για αυτές.
Υποκατάστατο: Στερεή τροφή για μέλισσες (επεξεργασμένη χωρίς θέρμανση) που αποτελείται από νερό, άχνη ζάχαρη, μέλι, γύρη (λιγότερη από την γυρεόπιτα ή και καθόλου) και μια συμπληρωματική πρωτεϊνούχο τροφή (μπυρομαγιά, σογιάλευρο, αποβουτυρωμένο γάλα κ.α).
Φλόγιστρο: Εργαλείο για απολύμανση κυψελών μέσω θερμότητας.
Φολμπεξ (folbex): Εγκεκριμένο φάρμακο για μέλισσες βασισμένο στο bromoprobilate.
Φουμιντίλ (Φουμαγγιλίνη): Μην εγκεκριμένο αντιβιοτικό για την Νοζεμίοαση μπορεί να προκαλέσει αντικατάσταση του στελέχους της απλής Νοζεμίασης από το στέλεχος της Νοζεμίασης Σεράνα, αφήνει υπολείμματα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε τερατογένεση.
Φρενάρισε το μελίσσι: Σταμάτημα της ανάπτυξης του μελισσιού λόγου παύσης της νεκταροέκκρισης ή λόγου κρύου.
Φτυμένο τελάρο: τελάρο (πλαίσιο) με νεογέννητο γόνο.
Φυγάς: Ο αφεσμός.
Φύτο: Τα νεογέννητα αυγά.
Χτίσιμο: Η κατασκευή της κερήθρας από τις μέλισσες πάνω στο άχτιστο πλαίσιο που τις δώσαμε για να το δουλεύουν.
Χωρισμάδια: Οι παραφυάδες.
Ψείρα: Παράσιτο που παλιότερα αναφερόταν στο τραχειακό ακάρι των μελισσών και πλέον λόγο της σοβαρότητας της προσβολής αναφέρεται κυρίως στο Βαρρόα.
Ψημένος Γόνος: Καλυμμένος γόνος μεγάλης ηλικίας (στα πρόθυρα να βγει το ώριμο έντομο από τα κελιά).
Ψευδοσκορπίος : Αραχνοειδές που ανηκει στην τάξη Pseudoscorpionida φυσικός θηρευτής του Βαρρόα πιθανολογούμενη η χρήση του για την καταπολέμηση του Βαρρόα.
Πηγη melissoistories-greece.blogspot.com