Στο παρελθόν η συγκαλλιέργεια στον ελαιώνα αποτελούσε συνήθεια. Στη συνέχεια η εξειδίκευση στην ελαιοκαλλιέργεια επέτρεψε τη χρήση μηχανών και οδήγησε στις οικονομίες κλίμακας. Σήμερα, η εξειδικευμένη και μονοκαλλιεργητική γεωργία δυσκολεύεται στο να παραμείνει συμφέρουσα και κυρίως βιώσιμη. Η εξειδίκευση στη μονοκαλλιέργεια οδήγησε σε πολύ μεγάλα και σημαντικά μειονεκτήματα.
Έτσι όταν σταμάτησαν τις καλλιέργειες ειδών που ανταγωνίζονταν την ελιά και τα συνεχή οργώματα που διάβρωναν και εξαντλούσαν τη γονιμότητα του ελαιώνα, δόθηκε έμφαση στη φυτοκάλυψη με σκοπό την αποκατάσταση της γονιμότητας, την πρόληψη της διάβρωσης και τη μείωση του καλλιεργητικού κόστους αποφεύγοντας τα οργώματα και λιπαίνοντας τον βιολογικό ελαιώνα με φυσικό τρόπο.
Μικρότερο καλλιεργητικό κόστος και μεγαλύτερο εισόδημα
Γιατί η βλάστηση που αναπτύσσεται κάτω από τα ελαιόδεντρα πρέπει να αποτελεί δαπάνη αφού πρέπει να θεριστεί ή να ξεβοτανιστεί, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή εισοδήματος; Γιατί να μην καλλιεργήσουμε φυτά κάτω από τα ελαιόδεντρα ή να μην εκμεταλλευτούμε τα αυτοφυή φυτά και παράλληλα να έχουμε και οικονομικό όφελος;
Η ιδέα της σύγχρονης συγκαλλιέργειας αρχίζει να βρίσκει απήχηση και σε επιστημονικό πλαίσιο και ολοένα και περισσότερες είναι οι δημοσιεύσεις επιστημονικών εργασιών που σχετίζονται με το θέμα. Για παράδειγμα, τελευταία υποστηρίχθηκε ότι η συγκαλλιέργεια σίτου και λεύκας δίνει παραγωγή αυξημένη κατά 30% εκτός από την ευεργετική επίδραση στο περιβάλλον. Οι λεύκες φυτεύονται σε αποστάσεις ώστε να διευκολύνουν τη χρήση των θεριζοαλωνιστικών μηχανών. Τα πλεονεκτήματα είναι ολοφάνερα.
Στην περίπτωση του ελαιώνα, μια μελέτη του Villalobos και συνεργατών το 2006 δείχνει ότι η μέγιστη παραγωγή ελαιολάδου προκύπτει όταν ο ελαιώνας απορροφά το 55% του διαθέσιμου φωτός. Σε μεγαλύτερες πυκνότητες τα δένδρα ψηλώνουν για να βρουν φως, δεν καρπίζουν και η παραγωγή ελαιολάδου μειώνεται. Το 45%, σχεδόν το μισό, του διαθέσιμου φωτός δεν χρησιμοποιείται. Η άφθονη αυτή ακτινοβολία που περισσεύει μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκαλλιέργειες που θα επιφέρουν εισόδημα.
Νέες μορφές συγκαλλιέργειας
Με βάση την τοπική αγορά, τη δομή της επιχείρησης και το κλίμα της περιοχής, κάθε επιχειρηματίας μπορεί να επενδύσει σε καλλιέργειες που μπορούν να συνυπάρξουν με τα ελαιόδεντρα και να επιφέρουν πρόσθετες οικονομικές ευκαιρίες. Για παράδειγμα, όπου το έδαφος οργώνεται σε ετήσια βάση και εφαρμόζεται η φυτοκάλυψη παροδικά, μπορούν να υιοθετηθούν μονοετείς καλλιέργειες, για παράδειγμα αζωτοδεσμευτικά ψυχανθή, με φυσικό κύκλο φθινόπωρο -άνοιξη (κουκιά, ρεβίθια, μπιζέλια κ.λπ.), με τρόπο που να μην ανταγωνί-
ζονται με τα ελαιόδεντρα για το νερό. Στις συγκεκριμένες συγκαλλιέργειες υπάρχει πλήθος εμπειρίας και βιβλιογραφίας.
Η εναλλακτική φυτοκάλυψη προβλέπει την καλλιέργεια αυτοφυών φυτών τα οποία τελευταία χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης στη μαγειρική, ενώ παράλληλα αποτελούν πηγή προστιθέμενης αξίας με μηδενικό κόστος.
Μέγιστες αποδόσεις και τα δύο προϊόντα
Φυτοκάλυψη με άγρια σπαράγγια στον ελαιώνα
Επίσης, είναι ενδιαφέρον να τονισθεί ότι μεταξύ των αυτοφυών φυτών που συναντάμε στον ελαιώνα και κυρίως στον ελαιώνα που οργώνεται ανά τακτά διαστήματα, υπάρχουν και πολλά που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική. Παράδειγμα αποτελεί η δημοφιλής στις σύγ-
χρονες συνταγές ρόκα που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν άγνωστη και που σήμερα η καλλιέργειά της είναι αρκετά διαδεδομένη. Εκτός όμως από τη ρόκα, στον ελαιώνα μπορούν να καλλιεργηθούν αρκετά άλλα αυτοφυή λαχανικά και βότανα που βρίσκουν χρήση στις παραδοσιακές τοπικές κουζίνες.
Πολλαπλή χρήση
Η χρήση αυτών των φυτών μπορεί να περιορισθεί στην αυτοκατανάλωση και αξίζει να τονισθεί ότι μέχρι τώρα η ιταλική ελαιοκαλλιέργεια χαρακτηρίζεται από μικρές ιδιοκτησίες και την μεγάλη αυτοκατανάλωση του ελαιολάδου. Σύμφωνα με την ιταλική εταιρεία συμβούλων
Nomisma, η ερασιτεχνική ελαιοκαλλιέργεια καταλαμβάνει 10 εκατομμύρια στρέμματα. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ενδυναμωθούν και να διαδοθούν οι εμπειρίες ως προς τη χρήση εδώδιμων ειδών, καθώς πέρα από το ελαιόλαδο που λαμβάνουμε από τον ελαιώνα και
χωρίς επιπλέον κόστος, μπορούμε να παράγουμε περισσότερα τρόφιμα.
Τα είδη αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν και εμπορικά σε τοπικές αγορές. Είναι επίσης πολλά τα καταστήματα που αγοράζουν φυτά και βότανα σε ενδιαφέρουσες τιμές από ερασιτέχνες συλλέκτες και τελευταία σε μεγαλύτερες ποσότητες από οργανωμένους παραγωγούς.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα αγορά για τα συγκεκριμένα προϊόντα, αποτελούν τα γκουρμέ εστιατόρια που προσφέρουν παραδοσιακά τοπικά πιάτα.
Υπάρχουν επίσης και τοπικές γιορτές αγροτουρισμού που αναδεικνύουν τη χρήση των φυτών και βοτάνων της εξοχής στη μαγειρική, κάτι που αποτελεί κίνητρο για την καλλιέργειά τους. Στην Ιταλία υπάρχουν περίπου 20.000 αγροτουριστικά κέντρα τα οποία θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τέτοιου είδους ευκαιρίες για άντληση επιπλέον εισοδήματος.
Αν οι υγιεινές ιδιότητες του ελαιολάδου είναι αυτές που προωθούν το προϊόν, τότε κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και με τα φυτά και βότανα του αγρού αφού κι αυτά χαρακτηρίζονται για τις υγιεινές τους ιδιότητες. Σύμφωνα με έρευνες, η χρήση των φυτών του αγρού στη διατροφή αποτελεί πηγή λήψης φυσικών αντιοξειδωτικών και πολυφαινολών που είναι ουσίες ευεργετικές για τον ανθρώπινο οργανισμό. Κάτι που δεν θα πρέπει να παραλείπεται στις αναφορές που γίνονται στην όλο και πιο δημοφιλή Μεσογειακή Δίαιτα.
Το άγριο σπαράγγι
Μεταξύ των ειδών που μπορούν να καλλιεργηθούν παράλληλα με την ελιά στον ελαιώνα είναι το άγριο σπαράγγι (Asparagus acutifolius). Γνωστό από την αρχαιότητα, η καλλιέργειά του έχει ξεκινήσει να προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το άγριο σπαράγγι χρησιμοποιείται στη μαγειρική και οι βλαστοί του συλλέγονται και πωλούνται σε τοπικές αγορές και εστιατόρια. Η τιμή τους στην Ιταλία από 10 έως 30 ευρώ το κιλό, έχει κεντρίσει ήδη το ενδιαφέρον πολλών γεωργών για να προσπαθήσουν να το καλλιεργήσουν.
Η καλλιέργεια του είδους μπορεί να διευρύνει την αγορά η οποία σήμερα είναι περιορισμένη από την έλλειψη του αυτοφυούς προϊόντος, δημιουργώντας ευκαιρίες για εισόδημα, κάτι ανάλογο με τις τρούφες που κάποτε ήταν αυτοφυείς ενώ τώρα η παραγωγή τους εφοδιάζει μια σταθερή αγορά.
Μια πολύ καλή ''σύζευξη"
Το άγριο σπαράγγι φυτρώνει μόνο του στις περιοχές της Μεσογείου και έχει οικολογικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις όμοιες με αυτές της ελιάς. Η μόνη διαφορά είναι ότι το σπαράγγι φύεται σε σκιερά μέρη εν αντιθέσει με την ελιά που απαιτεί πολύ ήλιο. Έτσι το σπαράγγι μέσα στον ελαιώνα δεν κλέβει το φως από την κυρίαρχη ελιά ενώ δεν υποφέρει από την έλλειψη φωτός αλλά αντίθετα ωφελείται από τη σκιά. Η συγκαλλιέργεια ελιάς και σπαραγγιού επιτρέπει το μέγιστο της παραγωγής και για τα δύο προϊόντα.
Οι χαμηλές παραγωγές και οι ελάχιστες απαιτήσεις του άγριου σπαραγγιού δικαιολογούν την καλλιέργειά του και σε οριακά εδάφη αλλά και σε εδάφη που εφαρμόζεται βιολογική καλλιέργεια καθώς είναι σχετικά ανεκτικό στις νόσους, όπως στον κριόκερο ή κάνθαρο του σπαραγγιού (crioceris asparagi), στην σκωρίωση (puccinia asparagi) και στην καστανή κηλίδωση (stemphylium versicarium).
Αισθητό πρόβλημα στη συγκαλλιέργεια ελιάς και άγριου σπαραγγιού αποτελεί η δυσκολία συγκομιδής του ελαιοκάρπου λόγω της ακανθώδους βλάστησης του σπαραγγιού που προκαλεί μπλέξιμο στα δίχτυα ελαιοσυλλογής. Για το λόγο όμως αυτό κυκλοφορούν στην
αγορά δίχτυα από πλαστική ύλη κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγονται τέτοιου είδους προβλήματα. Φυτεύοντας τα σπαράγγια μόνο κατά μήκος της σειράς των ελαιοδένδρων το πρόβλημα αντιμετωπίζεται σημαντικά. Για την αποφυγή του μπλεξίματος στα δίχτυα η συγκομιδή μπορεί να γίνεται με χρήση δονητών με ομπρέλα. Πρόβλημα δεν υπάρχει στους υπερεντατικούς ελαιώνες με τα σκαπτικά μηχανήματα και τα μηχανήματα συλλογής του καρπού όταν τα σπαράγγια φυτεύονται κατά μήκος της σειράς, ενώ η κον-
τινή απόσταση των γραμμών επιτρέπει μια αρκετά καλή επένδυση σπαραγγιών ανά στρέμμα. Η στάγδην άρδευση του ελαιώνα αποδίδει συγχρόνως και στις δύο καλλιέργειες, αυξάνοντας τις αποδόσεις και δημιουργώντας επιπλέον οικονομίες κλίμακας.
Ένας άλλος καλός λόγος για την καλλιέργεια άγριου σπαραγγιού στον ελαιώνα είναι ότι το σπαράγγι είναι μακρόβιο φυτό και δεν επιζητά οργώματα ενώ συναινεί στη φυτοκάλυψη με όσα πλεονεκτήματα αναφέρθηκαν παραπάνω. Το μόνο που χρειάζεται όπως και η ελιά, εί-
ναι ο θερισμός των ζιζανίων.
Φυσικό ξεβοτάνισμα
Ο θερισμός των ζιζανίων αντιπροσωπεύει ένα οικονομικό και οικολογικό κόστος (κατανάλωση καυσίμων, διάφορα μέσα και ανθρώπινο δυναμικό). Στις καρποφόρες
καλλιέργειες όπως η ελιά, τα ζιζάνια συχνά ελέγχονται με τη βόσκηση ζώων. Τα ζώα πολλές φορές μπορεί να καταστρέψουν το φύλλωμα των ελαιοδένδρων αν και στους παραδοσιακούς ελαιώνες δεν μπορούν να το φθάσουν καθώς τα δένδρα είναι ψηλά. Στην περίπτωση της συγκαλλιέργειας ελιάς και σπαραγγιού τα ζώα μπορούν να ελέγξουν τα αυτοφυή ζιζάνια, αλλά συγχρόνως δεν τρέφονται από το σπαράγγι λόγω της ακανθώδους βλάστησής του.
Ίσως η εκτροφή ορνίθων αντιπροσωπεύει την καλύτερη λύση, λόγω του μεγέθους τους αλλά και της ικανότητάς τους στο ξεβοτάνισμα. Οι χήνες χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ για το ξεβοτάνισμα στην καλλιέργεια της φράουλας, στη βαμβακοκαλλιέργεια, στους οπωρώνες, στα αμπέλια κ.λπ. ενώ είναι άριστοι τροφοσυλλέκτες και δεν σκαλίζουν τον αγρό καθώς ανήκουν στα υμενόποδα. Για μια πιο ενεργή δράση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όρνιθες (στις ΗΠΑ ενδείκνυνται και στην καλλιέργεια του ήμερου σπαραγγιού), ικανές όχι μόνο να καταστρέψουν οποιαδήποτε μορφή βλάστησης αλλά και να προσφέρουν με την κοπριά τους οργανικό λίπασμα στο χωράφι. Επίσης τρέφονται με τους κριόκερους ή κάνθαρους του άγριου σπαραγγιού και δεν πρέπει να αποκλειστεί και η συνεισφορά τους στην καταπολέμηση του δάκου, καθώς τρέφονται με τις νύμφες των εντόμων που πέφτουν στο έδαφος.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εισαγωγή ζώων στον ελαιώνα πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αφεθούν τα ζώα ανεξέλεγκτα γιατί έτσι θα καταστρέψουν την καλλιέργεια ή /και θα καταστήσουν το έδαφος συμπαγές. Θα πρέπει
να τυγχάνουν σωστής διαχείρισης όπως και τα υπόλοιπα γεωπονικά μέσα.
Η περιοχή της Ούμπρια είναι πρωτοπόρος στις μεθόδους αυτές εφαρμόζοντας το μέτρο 1.2.4 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2012 στο πλαίσιο μιας πιλοτικής δράσης, που προβλέπει την εκτροφή πουλερικών και την καλλιέργεια του άγριου σπαραγγιού σε ενήλικο ελαιώνα. Προβλέπεται η άμεση πώληση κρέατος πουλερικών, ενώ τα σπαράγγια – εκτός της άμεσης πώλησής τους – μπορούν να μεταποιηθούν και να πωλούνται στη διάρκεια όλου του χρόνου ως κατεψυγμένα, σε κονσέρβα, σε σάλτσα κ.λπ.
Μια πιθανή λύση
Η οικονομία της σύγχρονης καλλιέργειας αλλάζει πολύ γρήγορα. Οι τιμές αλλάζουν απρόβλεπτα. Το κόστος της τροφής αυξάνει δυσανάλογα σε σχέση με την καταναλωτική ικανότητα του μέσου καταναλωτή. Σε αυτοσχέδιο πλαίσιο, το να επενδύσει κανείς σε καλλιέργειες για μακρές περιόδους όπως η δενδροκαλλιέργεια συμπεριλαμβανομένης και της ελιάς, είναι ριψοκίνδυνο.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κλιματικές αλλαγές που ενδεχομένως μπορεί να οδηγήσουν σε ασταθείς και απρόβλεπτες καταστάσεις και ως εκ τούτου οι πιθανότητες απώλειας παραγωγής είναι μεγαλύτερες. Με αυτή τη λογική, το να παράγεις εισόδημα στη γεωργία με μια μόνο καλλιέργεια αποτελεί στοίχημα. Ένα σύνθετο αγροτικό οικοσύστημα με περισσότερες πιθανότητες δημιουργίας εισοδήματος, εκτός του ότι είναι πιο παραγωγικό, προστατεύει τον αγρότη/επενδυτή από συνολικές απώλειες εισοδήματος. Οι αγρότες, για να
ελέγξουν την απώλεια εισοδήματος, πωλούν τα προϊόντα τους απευθείας στους καταναλωτές, οπότε η συγκαλλιέργεια ή η εκτροφή ζώων στον ελαιώνα μπορεί να
επιφέρει στην επιχείρηση επιπλέον σημαντικό εισόδημα.
Με την αποσύνδεση των ενισχύσεων σήμερα και την πιθανή διακοπή τους στο μέλλον, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στην εγκατάλειψη χιλιάδων στρεμμάτων ελαιώνων τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, τουλάχιστον στην Ιταλία, το ξερίζωμα του ελαιώνα είναι παράνομο. Τι θα μπορούσε να γίνει με τους ελαιώνες των μειονεκτικών περιοχών; Η ποικιλομορφία του αγροτικού οικοσυστήματος του ελαιώνα, αν αξιολογηθεί και τύχει σωστής διαχείρισης, μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση του εισοδήματος εκτός από το να καταστήσει τη γεωργία αειφόρο και πιο παραγωγική.
Τεχνικά στοιχεία στην καλλιέργεια του άγριου σπαραγγιού έχουν πρόσφατα δημοσιευθεί. (Rosati e Falavigna, 2000 - Aliotta et al.,2004 - Rosati et al., 2005 - Benincasa et al., 2007).
* Το άρθρο του Α.Rosati δημοσιεύτηκε στο Ελιά & Ελαιόλαδο, τεύχος 81, αποτελώντας αναδημοσίευση από το ιταλικό περιοδικό «Olivo e Olio» στο πλαίσιο της συνεργασίας «Insieme-Μαζί!
Πηγή - olivenews.gr